Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Μακάριοι οι Σκύλοι του Οινοπνεύματος



  • Τίτλος : Μακάριοι οι Σκύλοι του Οινοπνεύματος
  • Συγγραφέας : Γιάννης Ζελιαναίος
  • Εκδόσεις : Straw Dogs

Όμορφα είναι

Πούλησα την ψυχή μου στον έρωτα
γινάτωσα τη φλέβα στο ποτό
ξεχαρμάνιασα την απώλεια στην κουζίνα
κι ο χειμώνας έπαιρνε τη δόση του
κάθε που αγόραζα κρασί απ' τον μπακάλη.
Γι' αυτό όλα τα βαγόνια
μυρίζουν τάφο
σκουριασμένο ξυράφι
και λάδι προσάναμμα στην τρέλα.
Η σάρκα κρέμεται σταχτιά
τα κογιότ της ασφάλτου
βασιλεύουν φεγγαράματα
και το κορμί ξεστρατίζει
όλο και κάθε τι
πριν η φλόγα μπλαβίσει.
Η πόλη σέρνει καύκαλα,
γυρνοβολάει οκάδες από νεύρα
κι όταν ψάχνω τις τσέπες του ιδρώτα
βρίσκω μονάχα ένα κιτρινισμένο δάχτυλο
δράμι της μέρας
που τυμπανίζει την οργή
ξεφλουδίζει τις χρονιές
και ράβει τον αέρα.
Δεν έχω τίποτα πια
γιατί είμαι μεθυσμένος
και ήρεμος
οι νύχτες δε γυρνάνε
το κερί με περιμένει
να σβήσω
όλα πάνε καλά
και σκέφτομαι
μόνο
κάτι από μέταλλο
να με μαζεύει.
Όμορφα είναι.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Τραβέρσο



  • Συγγραφέας : Νίκος Καββαδίας
  • Τίτλος : Τραβέρσο
  • Εκδόσεις : Άγρα
ΓΥΝΑΙΚΑ

Στον Αντώνη Μωραϊτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιός σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτι φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μαρία.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που με είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμελίωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ούρ πρωτόσκαρο εβίδωναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου Ζζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες του Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτου να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Φάουστ




  • Τίτλος : Φάουστ
  • Συγγραφέας : Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
  • Μετάφραση : Κωνσταντίνος Xατζόπουλος
  • Εκδόσεις : Γράμματα

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΒΑΛΠΟΥΡΓΗΣ
απόσπασμα

ΦΑΟΥΣΤ, ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ, ΒΟΥΡΚΟΦΛΟΓΑ :
(Τραγουδούν πότε ο ένας πότε ο άλλος)

Λες και μπαίνουμε στη χώρα 
της μαγείας, του ονείρου τώρα.
Έλα γίνε εσύ οδηγός μας,
γρήγορα να ανοίξουν μπρος μας
οι απέραντοι έρμοι τόποι!

Βλέπω δέντρα πως κατόπι
τρέχουν το ένα στ' άλλο, οι βράχοι
πως λυγίζουνε τη ράχη,
πως οι μύτες τους σφυρίζουν
και φυσούν και ρουχαλίζουν!

Τα νερά πηδούν και αφρίζουν 
μες στους βράχους, μες στη χλόη,
Βούισμα ακούω ή τραγούδια εκεί;
Μην ακούω αγάπης πόνους,
ήχους από ουράνιους χρόνους;
Ότι πόθους κλειούν τα στήθη!
Και ηχώ σαν παραμύθι 
του παλιού καιρού αντηχεί.

Κράου! βάου! άκου στα πλάγια
καρακάξα, κουκουβάγια
και κοράκια όλα αγρυπνούνε;
Στα χαμόκλαδα περνούνε 
σαλαμάντρες; Τι μακριά
πόδια, τι παχιά κοιλιά!
Σαν τα φίδια οι ρίζες στένουν
απ' τους βράχους κι απ' την άμμο
βρόχια αλλόκοτα εδώ χάμω,
και μας σκιάζουν και μας δένουν
λες οι ρόζοι ζωντανεύουν,
σαν πολύποδα μπερδεύουν
το διαβάτη. Κι απ' τα ρείκια
κι απ' τα μούσκλα τα ποντίκια
μυριοχρώματα κοπάδια,
και από πίσω πλήθη σκίζουν
λαμπυρίδες τα σκοτάδια
και συγχύζουν και ζαλίζουν.

Πε μου ωστόσο, σταματούμε 
εδώ τώρα ή μπος τραβούμε;
Όλα ως να γυρίζουν μοιάζουν,
βράχοι στραβομουτσουνιάζουν 
κι οι βουρκόφλογες, να, βγαίνουν
και φουσκώνουν και πληθαίνουν.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς





Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα. 
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. 
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. 
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
 – Άντε, στην υγειά σου, είπε. 
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
 – Δεν πίνεις; Ρώτησα. 
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.
Γιάννης Βαρβέρης

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Μονόγραμμα (απόσπασμα)



Μονόγραμμα (απόσπασμα)

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για ‘σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από ‘σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από ‘σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για ‘σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ’ ακούς;

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Μόνο γιατί μ' αγάπησες - Τα ποιήματα




  • Τίτλος : Μόνο γιατί μ' αγάπησες - Τα ποιήματα
  • Συγγραφέας : Μαρία Πολυδούρη
  • Επιμέλεια : Γιάννης Η. Παππάς
  • Εκδόσεις : Μεταίχμιο 

"Τώρα μου μένει στου έρωτα
την άγρια καταιγίδα
Να ιδώ να μετρηθούν
για με θάνατος και ζωή"

Η Μαρία Πολυδούρη ( 1902 - 1930 ), εμβληματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ύμνησε με αμεσότητα και γνήσιο λυρισμό τον παθιασμένο, χωρίς αντάλλαγμα έρωτα, τον έρωτα-αντάρτη που πάει κόντρα σε κοινωνικές συμβάσεις και κατεστημένες αξίες. Ανυπότακτη και ασυμβίβαστη, πέρασε στην ιστορία για την θυελλώδη σχέση της με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη καθώς και για το τραγικό της τέλος, στα είκοσι οχτώ της μόλις χρόνια.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Η Διαθήκη μου


Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Αντισταθείτε 
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι 
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ'αυτόν που γύρισε πάλι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός. 
Αντισταθείτε 
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών 
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί 
στην κρατική εκπαίδευση 
στο φόρο 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 
Αντισταθείτε 
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες 
ατέλιωτες τις παρελάσεις 
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν 
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. 
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται 
μεγάλοι 
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες 
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε 
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι 
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή 
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα 
στις κολακίες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό 
αρχηγό τους. 
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών 
και διαβατηρίων 
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη 
διπλωματία 
στα εργοστάσια πολεμικών υλών 
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια 
στα θούρια 
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους 
στους θεατές 
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς 
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. 
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την 
 Ελευθερία. 
 (........) 
Και συ λοιπόν 
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις 
από φωνή
από τροφή 
από άλογο 
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: 
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν. 

Μιχάλης Κατσαρός

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Πούσι




  • Τίτλος : Πούσι
  • Συγγραφέας : Νίκος Καββαδίας
  • Εκδόσεις : Άγρα



Θεσσαλονίκη


Ητανε κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανοι οι Χιλιάνοι
- 'Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. -
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.
Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανόλια
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί :
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες " σ' αγαπώ ".
Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Eπιφάνια, 1937

 

Ἐπιφάνια, 1937

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή του βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου
τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού
τάχα να μένουν εκεί που φύσεξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά μελανιασμένες λαγκαδιές
ο χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια
μήτε τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ
ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν
την ανάμνηση της φωνή σου λέγοντας "ευτυχία".

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας ένα κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους σε πελαγίσιους τάφους
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή, κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Γιώργος Σεφέρης

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Νερωμένο κρασί



Ό,τι κι αν είχε το `χασε: γυναίκα, βιος, παιδιά του, 
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζη, δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.

«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, 
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό, 
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;

Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι, 
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά...»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι, 
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:

«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις, 
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές, 
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»

Ιωάννης Πολέμης

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Το σώμα αυτό είναι δειλό



Πρόσεξε, το σώμα αυτό είναι δειλό
διπλώνεται, 
αναγνωρίζεται, νερό και χώμα είναι πηλός
πληγώνεται.

Τα χέρια σου να `ναι λεπτά, 
τα ψεύδη σου αναιμικά
ορκίζεσαι.

Γυμνές εικόνες, ενοχές, 
άγριες απότομες στροφές
βυθίζεσαι, 
βυθίζεσαι.

Κοίταξε, το σώμα τούτο στο σταυρό
καρφώνεται, 
μετεωρίζεται, σαν φρίκη στο αίμα ο χαμός
απλώνεται.

Είμαι απόγνωση, θυμός, 
μια καταχνιά σ’ ένα γκρεμό
που κρύβεσαι.

Ήρθα κοντά σου απ’ τις σκιές
σαν φάντασμα δίχως χαρές
συντρίβομαι
συντρίβομαι.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Μαραμπού




  • Τίτλος : Μαραμπού
  • Συγγραφέας : Νίκος Καββαδίας
  • Εκδόσεις : Άγρα

ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ


Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.

Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...

Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ' εκούρασα.
Μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις.
Δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μι' απάντηση.
Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Κλόουν




Τούτο τον χρόνο αγάπη μου λέω να λησμονήσω
δεν ήτανε το νόημά σου μια χούφτα κουρνιαχτός
κι εγώ ένας κλόουν λέω λοιπόν στη θλίψη μιας νυχτός
μ' ένα τριαντάφυλλο νεκρό να σ' αποχαιρετίσω

Θα φύγω οι δήθεν φίλοι μου, τ' απολωλότα φίδια
Ω, ξέρω θα με ειρωνευτούν τι λόξα πάλι αυτή
σαρκαστική κι εφήμερη καθώς θά 'χω βαφτεί
μια προστυχιά τα χείλη μου μια κοροϊδία τα φρύδια

Κλόουν το δράμα ο δαίμονας μέσα μου μέσα μου θα το παίξει
καθώς θα γέρνω μυστικά στις φρίκες του κενού
καρικατούρα τραγική με ραγισμένο νου
και την τιμή μου αφ' υψηλού μην στάξει και μην βρέξει

Σε τσίρκο ανισόρροπον, δυσνόητη παλλάδα
θα μ' αγκαλιάσουν είδωλο φαιδροί κ' υποκριτές
οι φίλοι μου αναίσχυντοι, της τρέλας μου εραστές
σ' αποκριάτικη πομπή γύρω μου αράδα αράδα

Κι εγώ μαζί τους συρφετός με ύφος ξιπασμένο
και με μια χάρτινη καρδιά σκισμένη σαν πληγή
θα πάρω σβάρνα αγάπη μου παράφρονη τη γη
με εκείνο το τριαντάφυλλο στ' αυτί μου κρεμασμένο

Καλλιόπη Σκαρίμπα

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή



  • Τίτλος : Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή
  • Συγγραφέας : Rainer Maria Rilke
  • Μετάφραση : Μάριος Πλωρίτης
  • Εκδόσεις : Ίκαρος
Τελείωνε το φθινόπωρο του 1902, τότε. Μέσα στο πάρκο της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Wiener Neustadt, κάτω από τις γέρικες καστανιές, καθόμουν και διάβαζα. 'Ήμουν τόσο βυθισμένος, που μόλις και κατάλαβα πως ο μοναδικός "μη αξιωματικός" απ' τους καθηγητές μας, ο Horacek, ο αγαθός και πολυδιαβασμένος ιερέας της Ακαδημίας, με ζύγωσε. Μου πήρε απ΄τα χέρια το βιβλίο μου, κοίταξε το εξώφυλλο και κούνησε το κεφάλι του : "Ποιήματα του Rainer Maria Rilke;" ρώτησε σκεφτικός. Το ξεφύλλισε, διάβασε στα πεταχτά μερικούς στίχους, σταμάτησε για λίγο μακριά στοχαστικά την ματιά του, κι είπε τέλος : "Έτσι λοιπόν, ο εύελπις Rene Rilke έγινε ποιητής;"
Μου μίλησε, τότε, για το αδύναμο κείνο χλωμό παιδί. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, οι γονείς του τον είχαν στείλει στο Στρατιωτικό Προπαιδευτήριο του Sankt Polten, τον προορίζανε για αξιωματικό. Ο Horacek ήταν τότε ιερέας του σχολείου εκείνου. Τον θυμόταν ακόμα πολύ καθαρά τον παλιό μαθητή του:
Ο Rilke ήταν ένα σιωπηλό, σοβαρό αγόρι, με πλήθος χαρίσματα. Του άρεσε να μένει αποτραβηγμένο μακριά από τους άλλους, κι υπέμενε καρτερικά το ζυγό του οικοτροφείου. Έπειτα από τέσσερα χρόνια, προβιβάστηκε μαζί με τους συμμαθητές του στην Ανώτερη Στρατιωτική Σχολή, που βρισκόταν στο Mahrisch-Weisskirchen. Εκεί, όμως, αποφάνηκε πως ο οργανισμός του δεν είχε τόση αντοχή, κι οι γονείς του τον τράβηξαν απ' τη Σχολή, να συνεχίσει τις σπουδές του κοντά τους , στην Πράγα. Ποια στάθηκε, από τότε, η ζωή του Rilke, o Horacek δεν ήξερε πια να μου πει.
Δεν είναι να απορήσει κανένας που, ακούγοντας την ιστορία τούτη, αποφάσισα ευθύς να στείλω στον Rainer Maria Rilke τα ποιητικά μου δοκίμια και να του ζητήσω την γνώμη του. Είκοσι μόλις χρονών τότε, στο κατώφλι μιας καριέρας που την ένοιωθα ολότελα αντίθετη απ' τους πόθους και τα όνειρά μου, στοχαζόμουν πως αν κάποιος μπορούσε να με καταλάβει, αυτός ο κάποιος θα 'ταν βέβαια ο ποιητής του "Για να γιορτάσω τον εαυτό μου". Και, χωρίς καλά-καλά να το θελήσω, ένα γράμμα συντρόφεψε τα ποιήματα μου: μέσα στο γράμμα κείνο άνοιγα την καρδία μου τόσο πλέρια, τόσο ακράτητα, όσο ποτέ πριν και ποτέ άλλοτε πια σε κανέναν άλλον.
Βδομάδες και βδομάδες πέρασαν, κι ήρθε τέλος η απόκριση : ένας βαρύς φάκελος με τη γαλάζια σφραγίδα του ταχυδρομείου του Παρισιού. το ίδιο καθάριο, όμορφο, σίγουρο γράψιμο στο πανώγραμμα και μέσα στα φύλλα του γράμματος, απ' την πρώτη ως τη στερνή γραμμή. Έτσι άρχισε η αλληλογραφία μου με τον Rainer Maria Rilke, και κράτησε ως τα 1908. Τότε έσβησε σιγά σιγά: γιατι η ζωή με είχε σπρώξει σε κείνους ίσα-ίσα τους δρόμους, απ' όπου ήθελε να με ξεμακρύνει η θερμή, τρυφερή, συγκινητική φροντίδα του Ποιητή.
Όμως αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχουν τα δέκα τούτα γράμματα. Πολύτιμα, γιατί ξανοίγουν τον κόσμο, όπου ο Rainer Maria Rilke έζησε και δημιούργησε- πολύτιμα και για όλους εκείνους που ωριμάζουν και πλάθονται σήμερα, που θα ωριμάζουν και θα πλαστούν αύριο. Σαν είναι όμως να μιλήσει ένας μεγάλος και μοναδικός, οι μικροί και ταπεινοί πρέπει να σωπαίνουν.

Franz Xaver Kappus

Βερολίνο, Ιούνιος 1929 

Γράμμα




Δεν έχω ένα φύλλο απ' τα παλιά πράσινα δέντρα.

Σου γράφω τη λύπη μου σ' αυτό το χαρτί.
τόσο ελαφριά που να στη φέρει ο άνεμος,
τόσο καλή και τρυφερή που να μη παραξενευτεί ο ήλιος,
ευγενική σαν τη σιωπή που περπατεί στο χορτάρι
τη νύχτα, απλή και καθαρή σαν το νεράκι που τρέχει
και δε μαντεύεις πως το γέννησε η χτεσινή καταιγίδα.

Πολλοί σκοτώθηκαν. Πολλοί ζούμε. Όλοι μας είμαστε
λαβωμένοι. Είναι βαρύς από τον πόνο μας ο κόσμος.

Mε τη σιωπή της θάλασσας θα λάβεις τη λύπη μου.
Σου στέλνω αυτό το αιώνιο μου Μη με λησμόνει!
Είναι ένα φως διπλωμένο ανάμεσα σ' ένα μικρό συννεφάκι.
Σου στέλνω αυτό το αρνάκι, μια κ' είσαι κοντά στο Θεό,
να τ' οδηγήσεις σ' ένα πράσινο κήπο του.

Σου στέλνω αυτό το βρέφος με το τσακισμένο ποδαράκι.
Ανέβασέ το στο παράθυρο με τον αυγερινό,
κοντά στον κόσμο, κοντά στο όνειρο,
κοντά στην καλοσύνη σου, που είναι ζεστή σα μια ανάσα μητέρας,
κοντά στο τζάκι που ονειρεύεσαι με το χέρι στο μέτωπο
την ευτυχία του πεινασμένου, του στρατιώτη, του άρρωστου.
Βάλτο κοντά στην πράσινη σημαία. Κοντά στο κόκκινο
άλογο. Στη μητέρα σου πλάι, που τριγυρισμένη
απ' του Γενάρη τους σπουργίτες, γνέθει την ελπίδα.
Βάλτο κοντά στο στεναγμό της φιλίας. Κοντά-κοντά.
Βάλτο να κάτσει, κι άνοιχτου σαν ένα γέλιο το παράθυρο
να ιδεί τον κόσμο.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ



Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλοςτου κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένοτον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολήμόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνατου ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τί να ’χουμε, τί να ’χω,που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Κώστας Καρυωτάκης